Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γυάρδα — η αγγλική μονάδα μήκους, ίση προς τα 0,914 τού μέτρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < (αγγλ.) yard] … Dictionary of Greek
υάρδα — η, Ν γυάρδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. yard (πρβλ. και γυάρδα)] … Dictionary of Greek